- θεμιστευτός
- θεμιστ-ευτός, ή, όν,A ordered by law or custom, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεμιστευτός — θεμιστευτός, ή, όν (Α) [θεμιστεύω] (κατά τον Ησύχ.) καθιερωμένος με νόμο ή με έθιμο, νομοθετικός … Dictionary of Greek
θεμιστευτόν — θεμιστευτός ordered by law masc acc sg θεμιστευτός ordered by law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)